ηχομονωτικός

ηχομονωτικός
-ή, -ό
1. αυτός που αναφέρεται ή χρησιμοποιείται στην ηχομόνωση
2. φυσ. φρ. «ηχομονωτικά υλικά» ή απλώς «ηχομονωτικά» — υλικά που παρουσιάζουν την ιδιότητα τής απορροφητικότητας τού ήχου και χρησιμοποιούνται για την επένδυση τοίχων σε αίθουσες που πρέπει να μονωθούν από τους θορύβους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. sound-proof < sound «ήχος» + proof «αδιαπέραστος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ήχος — Διάδοση σε ένα ελαστικό μέσο των ταλαντώσεων που μεταδίδει σε αυτό ένα ταλαντούμενο σώμα (ηχητική πηγή). Συνήθως ή. ονομάζεται και το αποτέλεσμα που παράγεται από τις ελαστικές ταλαντώσεις στο εσωτερικό αφτί. Για το φυσιολογικό ανθρώπινο αφτί, το …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”